- κομπόδοξος
- κομπόδοξος, -ον (Μ)περήφανος, αλαζόνας, κομπορρήμων, καυχησιολόγος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κόμπος (Ι) «κομπασμός» + -δοξος (< δόξα), πρβλ. ορθό-δοξος, φιλό-δοξος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κόμπος — Σύνδεση που γίνεται με σχοινιά από διάφορα υλικά, για να εμποδιστεί η χαλάρωση των σχοινιών, για να συνδεθούν ή να κοντύνουν διάφορα σχοινιά, για να σχηματιστούν τοπικά εξογκώματα ή για να προσδεθούν σε κάποιο αντικείμενο. Οι κ. έχουν διάφορα… … Dictionary of Greek